- τηλεμετρικός
- -ή, -ό, Ν [τηλέμετρο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεμετρία («τηλεμετρικές παρατηρήσεις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεμετρικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την τηλεμετρία ή το τηλέμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)